παυλιανός

παυλιανός
(I)
-ή, -ό [Παύλος]
φρ. «παυλιανή αγωγή»
(νομ.) αγωγή τού ρωμαϊκού δικαίου που εγείρεται εναντίον οφειλέτη ο οποίος απαλλοτριώνει την περιουσία του προς βλάβην τών δανειστών του, καθώς και εναντίον εκείνου υπέρ τού οποίου έγινε η απαλλοτρίωση, αγωγή που ονομάστηκε έτσι από το όνομα τού πραίτωρα Αιμιλίου Παύλου, 6ος π.Χ. αιώνα, ο οποίος τήν εισηγήθηκε.
————————
(II)
ὁ, θηλ. παυλιανή Μ
οπαδός τής αίρεσης τού Παύλου τού Σαμοσατέως, ιδρυτή τού Παυλι(κι)ανισμού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < Παῦλος + -ιανός (πρβλ. Νερων-ιανός)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • παυλιανίζω — Μ [παυλιανός] είμαι οπαδός τού αιρετικού Παύλου τού Σαμοσατέως …   Dictionary of Greek

  • παυλιανικός — ή, όν, Μ [παυλιανός] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον αιρετικό Παύλο τον Σαμοσατέα, παυλιανιστής …   Dictionary of Greek

  • παυλιανισμός — ὁ, Μ τα δόγματα και η αίρεση τών Παυλι(κι)ανών, η αίρεση τού Παύλου τού Σαμοσατέως κατά τον 7ο μ.Χ. αιώνα, η οποία δεχόταν την ύπαρξη δύο θεών, αγαθού και κακού, απέρριπτε την τριαδικότητα τού Θεού και την πραγματική σάρκωση τού Χριστού και… …   Dictionary of Greek

  • παυλικιανός — ὁ, Μ παυλιανός, οπαδός τού αιρετικού Παύλου τού Σαμοσατέως …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”